- Συριηγενής
- Σῠριηγενής, ές,A Syrian-born, Orac. ap. Hdt.7.140, Orph.L.262.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συριηγενής — ές, A αυτός που κατάγεται από τη Συρία ή αυτός που γεννήθηκε στη Συρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Συρία + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. Θηβαι γενής] … Dictionary of Greek
Συριηγενές — Συριηγενής Syrian born masc/fem voc sg Συριηγενής Syrian born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συριηγενέος — Συριηγενής Syrian born masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek